Ναξιος

Ναξιος
    Νάξιος
    I
    3
    наксосский
    

Ναξία ἀκόνα Pind. — оселок из наксосского камня

    II
    ὅ житель Наксоса, наксосец Her. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Ναξιος" в других словарях:

  • Νάξιος — Naxos masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος …   Dictionary of Greek

  • Ναξίων — Νάξιος Naxos fem gen pl Νάξιος Naxos masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νάξιον — Νάξιος Naxos masc acc sg Νάξιος Naxos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίαις — Νάξιος Naxos fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίης — Νάξιος Naxos fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίοις — Νάξιος Naxos masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίοισι — Νάξιος Naxos masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίου — Νάξιος Naxos masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίους — Νάξιος Naxos masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίῳ — Νάξιος Naxos masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»